τηλεφακός

τηλεφακός
ο
ειδικός φακός για φωτογράφιση από μακρινή απόσταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τηλεφακός — ο, Ν (φωτογρ.) σύνθετος αντικειμενικός φακός μεγάλης εστιακής απόστασης, χρησιμοποιούμενος σε φωτογραφικές ή κινηματογραφικές μηχανές και τηλεοπτικούς εικονολήπτες για τη μεγεθυσμένη φωτογράφιση απομακρυσμένων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * …   Dictionary of Greek

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”